- ἐξόζῃ
- ἐξόζωsmellpres subj mp 2nd sgἐξόζωsmellpres ind mp 2nd sgἐξόζωsmellpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλδοεξόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις οι οποίες ανήκουν στους μονοσακχαρίτες: περιέχουν μια αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) και πέντε υδροξύλια ( ΟΗ). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldohexose < ald (< aldehyde, «αλδεΰδη» πρβλ. αλδεΰδες) + … Dictionary of Greek
αλδολάση — Ένζυμο της σειράς της γλυκόλυσης που καταλύει τις αντιδράσεις, στις οποίες ένας μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη) μετατρέπεται σε δύο μονοσακχαρίτες με 3 άτομα άνθρακα (τριόζες). * * * η βιοχ. λέγεται και αλδολάση τής 1, 6 διφωσφορικής… … Dictionary of Greek
γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… … Dictionary of Greek